Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐκ πλείστου

См. также в других словарях:

  • Πλειστοῦ — Πλειστός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πλείστου — Πλεῖστος most masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλείστου — πλεί̱στου , πλεῖστος most masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… …   Dictionary of Greek

  • ευνομία — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν η προσωποποίηση της ευνομίας, κόρη του Δία και της Θέμης, αδελφή της Δίκης και της Ειρήνης, με τις οποίες αποτελούσε την τριάδα των Ωρών. Στην Αθήνα τη λάτρευαν μαζί με την Εύκλεια. Ο Τυρταίος ονόμασε ένα ποίημά του …   Dictionary of Greek

  • μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε …   Dictionary of Greek

  • πλείστος — η, ο / πλεῑστος, η, ον, ΝΜΑ (υπερθετικό τού επιθ. πολύς) 1. πάρα πολύς, κυρίως ως προς τον αριθμό ή ως προς την ποσότητα 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πλείστοι οι περισσότεροι, ο μεγαλύτερος αριθμός («καὶ οἱ μὲν ψιλοὶ οἱ πλεῑστοι εὐθὺς ἐχώρουν»,… …   Dictionary of Greek

  • πλειστηριάζω — ΝΑ, πληστηριάζω Α [πλειστήρης] νεοελλ. εκθέτω κάτι σε πώληση με πλειοδοσία, πουλώ σε πλειστηριασμό αρχ. προσφέρω τη μεγαλύτερη τιμή προκειμένου να αγοράσω κάτι σε πλειστηριασμό, πλειοδοτώ («οὐ τιμῆς τεταγμένης πωλοῡσιν, ἀλλ ὡς ἄν δύνωνται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»